Σε μία εποχή και μία χώρα που το αυτονόητο έχει καταλήξει να θεωρείται πολυτέλεια, η σημερινή απόφαση να θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, θεωρείται σημαντική είδηση. Η νομοθέτηση του προφανούς γίνεται μετά από τροπολογία που κατέθεσε χθες το ΚΚΕ στο νομοσχέδιο του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής. Η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, μιλώντας στο Πρακτορείο FM 104.9 είπε σχετικά με την ψήφιση της τροπολογίας: «Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος, σε περίπτωση που δεν καταβάλλονται οι δεδουλευμένες αποδοχές του, να μπορεί να θεωρήσει ότι η ενέργεια αυτή ισοδυναμεί με καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ισοδυναμεί, δηλαδή, με απόλυση και να διεκδικήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Δίνει, επομένως, μία διέξοδο στον εργαζόμενο να μην μένει εγκλωβισμένος σε επιχειρήσεις οι οποίες δεν τον πληρώνουν για πάρα πολύ καιρό».
Τον Ασκό του Αιόλου είχε ανοίξει πρόσφατη έκδοση παλιότερης απόφασης του Αρείου Πάγου που προέβλεπε ότι μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών ενός μισθωτού -ακόμα και μακροχρόνια- δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, εξαιρώντας τις περιπτώσεις που συνδέονται με την πρόθεση του εργοδότη να εξαναγκάσει τον εργαζόμενο σε παραίτηση, ώστε να μην του καταβάλει αποζημίωση.
Η κυβέρνηση με κοινό δελτίο Τύπου του υπουργείου Εργασίας και του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνίας και Ενημέρωσης δήλωσε ότι κάνει δεκτό το πρώτο μέρος της τροπολογίας του ΚΚΕ που αναφέρει ότι «θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης».
Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν έκανε δεκτό το δεύτερο μέρος της τροπολογίας, απορρίπτοντας την αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου. Στο δεύτερο μέρος της προτεινόμενης από το ΚΚΕ τροπολογίας προβλέπεται ότι οι εργοδότες που δεν καταβάλλουν στην ώρα τους τα δεδουλευμένα θα πρέπει να τιμωρούνται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, με την εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων να γίνεται με τη διαδικασία του Αυτόφωρου.