Band of Friends 13-12-2013 @ Block 33

Συγκίνηση. Νοσταλγία. Επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας. Όποιος βρέθηκε το βράδυ της Πααρασκευής στην εμφάνιση των Band of Friends και δεν αιθάνθηκε κανένα από αυτά τα συναισθήματα, μπορεί να σταματήσει να διαβάζει τώρα. Για όλους τους υπόλοιπους η συναυλία αυτή ήταν πολύ ιδιαίτερη. Η εμφάνιση των δύο συνοδοιπόρων του αξεπέραστου, του μοναδικού Rory σε μία από τις πιο δημιουργικές φάσεις της, σύντομης δυστυχώς, ζωής του ήταν ένα μουσικό…. προσκλητήριο που ένωσε τρεις γενιές. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές -και συνάμα σπάνιες για τα εγχώρια συναυλιακά ήθη- εικόνες του live ήταν αυτή ενός πατέρα που είχε στους ώμους του τον πιτσιρικά (όχι πάνω από δέκα χρονών) γιο του μπροστά στη σκηνή. Φαντάζομαι ότι και για τον ίδιο τον μικρό, που έδειχνε να το απολαμβάνει όσο τίποτα, θα ήταν μια εικόνα που θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του. Είναι χαρακτηριστικό και μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι στο σχεδόν γεμάτο Block 33 υπήρχαν αρκετοί βενιαμίν, ροκάδες… τρίτης γενιάς, που τους έφεραν οι γονείς τους για να τους μεταλαμπαδεύσουν τις “αρχές” της ροκ και για να ευχαριστηθούν την βραδιά τους.

Στις 11.00 ακριβώς εμφανίζεται στη σκηνή το τρίο των Band of Friends, που βέβαια ήταν κάτι παραπάνω από “friends” για τον αείμνηστο Rory. Και αν για τον Gery McAvoy τον μουσικό του σύντροφο σε όλη σχεδόν την πορεία του και τον Ted Mc Kenna ο οποίος συνεργάστηκε μαζί του σε μια από τις πιο δημιουργικές φάσεις του, από τα μέσα των ’70s έως τις αρχές των ’80s ήμασταν κάπως υποψιασμένοι, αυτός που μας άφησε με το στόμα ανοικτό ήταν ο Ολλανδός κιθαρίστας και τραγουδιστής με το όνομα σιδηρόδρομο: Πραγματικά, ο Marcel Scherpenzeel, ο οποίος εκ των πραγμάτων είχε τον πιο δύσκολο ρόλο από τη στιγμή που κλήθηκε να “αντικαταστήσει” κατά κάποιο τρόπο τον ανυπέρβλητο Ιρλανδό κιθαρίστα, απέδειξε ότι είναι ιδανική επιλογή για μία τέτοια, “ειδικού σκοπού” μπάντα. Δεν ήταν μόνο η εξαιρετική τεχνική του και τα απολύτως ταιριαστά με την χροιά του Rory φωνητικά του, αλλά και το ξεχειλίζον πάθος του και η πόρωσή του που έκαναν τον κόσμο να τον αποθεώνει στο τέλος κάθε τραγουδιού. Σκαλίζοντας λίγο το παρελθόν του στο διαδίκτυο, δεν μου έκαναν εντύπωση αυτά που διάβασα. Άρχισε να παίζει μουσική (ντραμς παρακαλώ!) στα δέκα του, στα δώδεκά του πήρε την πρώτη του κιθάρα και μέχρι τα εικοσιένα του, όταν και άρχισε να τραγουδάει είχε ξεπατικώσει όλους τους δίσκους των μουσικών του ηρώων: John Lee Hooker, The Fabulous Thunderbirds, Jimi Hendrix και φυσικά Rory Gallagher. Πριν από την αποκλειστική πλέον συμμετοχή του στους Band of Friends, ήταν ο κιθαρίστας και τραγουδιστής στους Marcel Scherpenzeel Band και τους Wolfpin, πιστές στο πνεύμα του γνήσιου blues. Άξιος!

Βέβαια σε αυτό το live, άλλαξε κάπως και ένας βασικός όρος των συναυλιών. Όπως όλοι ξέρουμε frontman ενός συγκροτήματος αποκαλείται ο τραγουδιστής τους, έτσι δεν είναι; Εδώ όμως τον ρόλο αυτό, και πωςθα μπορούσε να γίνει αλλιώς άλλωστε, τον έπαιξε ο ιστορικός μπασίστας Gery McAvoy. Αεικίνητος πάνω στη σκηνή, με συνεχή επικοινωνία με το κοινό, εξαιρετική διάθεση και first class παίξιμο, ο McAvoy είναι μια κατηγορία από μόνος του, ένας ζωντανός θρύλος της ροκ. Στο ενδιάμεσο των τραγουδιών θυμήθηκε επικές ιστορίες από την θρυλική εμφάνιση του Rory στη Νέα Φιλαδέλφεια το 1981, μια από τις επεισοδιακότερες συναυλίες που έχουν γίνει ποτέ στη χώρα μας, με τις συγκρούσεις μεταξύ της αστυνομίας και μεγάλης μερίδας του κοινού να παίρνουν τεράστιες διαστάσεις, μία συναυλία για την οποία ο ίδιος ο Rory είχε πει χαρακτηριστικά:

«Η παράσταση αυτή καθ’ αυτή ήταν σπουδαία, αλλά ήταν πολύ τρομακτική. Δεν ήθελα να πεθάνω σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο στην Ελλάδα χωρίς μάλιστα να ξέρω καν το λόγο…».

Ο McAvoy θυμήθηκε και μια άλλη ιστορία από την εμφάνισή τους στη Θεσσαλονίκη, στο Παλαί ντε Σπορ, δύο μέρες μετά την πολυθρύλητη εμφάνισή τους τους στηΝέα Φιλαδέλφεια, σε μια συναυλία μάλιστα που λόγω των βίαιων επεισοδίων και του γενικότερου κλίματος που επικρατούσε εκείνη την εποχή (έναν μήνα πριν τις εθνικές εκλογές του ηλεκτρισμένου 1981) παρά λίγο να μην γίνει ποτέ, καθώς υπήρξαν σκέψεις για ματαίωσή της, υπό τον φόβο νέων επεισοδίων:

“Ήμασταν στο ξενοδοχείο δίπλα στη θάλασσα μια μέρα μετά (σ.σ. τη συναυλία στην Αθήνα) και ακολουθήσαμε τις συμβουλές φίλων μας. Πίναμε δηλαδή όλη τη μέρα ούζο. Την επόμενη μέρα, και μετά τη συναυλία μας περίμενε ένα αυτοκίνητο έξω από το χώρο που παίζαμε για να μας πάει πίσω στο ξενοδοχείο. Όμως ξέμεινε από βενζίνη δύο χιλιόμετρα πριν φτάσουμε και έπρεπε να περπατήσουμε”.

Βέβαια άλλες μαρτυρίες λένε ότι αυτό συνέβη στην Αθήνα και όχι στη Θεσσαλονίκη, αλλά έτερον εκάτερον. Είναι χαρακτηριστικό, για να πάρετε και μια γεύση του κόσμου που παραβρέθηκε, ότι μέσα στο Block 33 την ώρα που ακούγονταν αυτές οι ωραίες ιστορίες από τα παλιά, υπήρχαν άτομα που δήλωναν ότι ήταν παρόντα και στις δύο συναυλίες!

Ανοίγω εδώ μια παρένθεση γιατί πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο Rory Gallacher ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση για τους Έλληνες ροκάδες, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Λίγο η περίφημη συναυλία του 1981, λίγο το άμεσο δέσιμο και η ταύτιση που υπήρχε με τα τραγούδια του, λίγο το ότι οι Ιρλανδοί είναι ένας λαός που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τους Έλληνες, ο Rory είναι κάτι περισσότερο από ένα είδωλο της ροκ: Είναι ένας θρύλος, ένας μουσικός με τον οποίο η σχέση μουσικού-οπαδού υπερέβαινε τα συνηθισμένα και έφτανε τα επίπεδα της λατρείας. Τα αισθήματα αυτά, όσα χρόνια και αν περάσουν παραμένουν ισχυρά και εκδηλώθηκαν σε μεγάλο βαθμό και στην εμφάνιση φόρο τιμής των Band of Friends (θα προτιμούσα πάντως να λέγονται αλλιώς, καθώς δεν μιλάμε απλώς για “friends” αλλά για μουσικούς συντρόφους και συνοδοιπόρους).

Κλείνω την παρένθεση και επανερχόμενος στα της συναυλίας περνάω στον έτερο Σκωτσέζο (και όχι Καππαδόκη) τον περίφημο Ted Mc Kenna, με συνεργασίες μεταξύ άλλων με τους The Sensational Alex Harvey Band, τον Greg Lake, τον Gary Moore, τον Michael Schenker και τον Ian Gillan. Ο McKenna, όπως ανέφερα και πριν, συνεργάστηκε με τον Rory Gallacher σε μια περίοδο όπου συνέθεσαν κομμάτια ύμνους, όπως τα ‘Shadow Play’, ‘Moonchild’, ‘The Last of the Independents’, ‘Bad Penny’, ‘Philby’, ‘Follow Me’. Το παίξιμό του ήταν μεστό και υποδειγματικό δένοντας εξαιρετικά με τους McAvoy και Scherpenzeel. Σε αρκετά τραγούδια οι τρεις τους αυτοσχεδίαζαν παρουσιάζοντας ελαφρώς τροποποιημένα και επεκτείνοντας τη διάρκεια κάποιων κομματιών, με την αυτοπεποίθηση που τους δίνει η εμπειρία και τεχνική τους και πάντοτε με σεβασμό στο πνεύμα και την ατμόσφαιρα κάθε τραγουδιού. Ιδιαίτερα απολαυστική ήταν η εκτέλεση του ‘Bad Penny’, που πλησίασε τα δέκα λεπτά.

Μεγάλο συν επίσης, ο πεντακάθαρος και κρυστάλλινος ήχος. Το αποτέλεσμα ήταν μαγευτικό. Τα τραγούδια έβγαζαν μία γλύκα, χωρίς να χάνουν σε κανένα σημείο τον εγγενή δυναμισμό τους. Εκτός από τα κομμάτια που ανέφερα πριν, το Block 33 πλημμυρίστηκε από τις νότες και των ‘Bought and Sold’, ‘Tattoo’d Lady’, ‘Cruise on Out’, ‘Off the Handle’, Do you Read me’, ‘Calling Card’, A Million Miles Away’, στο encore, στις δύο ώρες που διήρκεσε η εμφάνιση των Band of Friends και πέρασαν σαν νεράκι.

Δύσκολα αποτυπώνονται στο χαρτί και στην οθόνη οι θύμησες που ξύπνησαν και τα συναισθήματα που προκλήθηκαν από τους Band of Friends. Έχοντας παρακολουθήσει πριν από επτά χρόνια την συναυλία των Sinnerboy, μιας πολύ καλής tribute μπάντας στον Rory, στον ίδιο χώρο την πάλαι ποτέ Υδρόγειο, που είχαν προκαλέσει επίσης κύματα ενθουσιασμού, παίζοντας τότε για περισσότερες από δυόμισι ώρες, ήμουν υποψιασμένος για το τι μας περίμενε. Αν έπαιζαν και οι original τόση ώρα, θα μιλούσαμε για μία υπεργεμάτη συναυλιακή βραδιά. Γίνομαι άπληστος, το ξέρω, αλλά νομίζω ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα χαλούσε κανέναν και δεν θα έφευγε κανείς.

Οι μόνοι που έφυγαν πριν τελειώσει η συναυλία ήταν αυτοί που έπρεπε να προλάβουν το λεωφορείο για να γυρίσουν σπίτια τους. Το έχω ξαναγράψει για συναυλίες που έγιναν και σε άλλους χώρους και το επαναλαμβάνω: Οι διοργανωτές θα πρέπει να φροντίζουν όταν έρχονται τέτοια ονόματα και όταν γίνονται τέτοιου βεληνεκούς συναυλίες, να ξεκινούν και να τελειώνουν νωρίτερα, ώστε να μην στερούν από κανέναν τη δυνατότητα να απολαύσουν ολόκληρα τα live, έχοντας στο μυαλό τους να μην χάσουν το τελευταίο λεωφορείο. Ειδικά για μία Θεσσαλονίκη, όπου οι συγκοινωνιακές επιλογές είναι τραγικές (υπομονή, σε 100 χρόνια θα γίνει και το μετρό) νομίζω ότι η παραπάνω επιλογή αποτελεί μονόδρομο.

Τελειώνω με έξι λέξεις:

Rory, you will never be forgoten”

https://www.youtube.com/watch?v=r6WCYe1Zz00

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *