Συνέχιση της λιτότητας και μετά την έξοδο στις αγορές προβλέπει το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής

Την τελευταία του έκθεση ως επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής έδωσε στη δημοσιότητα χθες ο Παναγιώτης Λιαργκόβας και μεταξύ άλλων, στο εισαγωγικό σημείωμα, γίνεται αναφορά στις θετικές προοπτικές της οικονομίας, τη χαμηλότερη από τις προβλέψεις ανάπτυξη, αλλά τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια.

Περιγράφοντας με μελανά χρώματα τις πολιτικές των τελευταίων ετών το γραφείο προϋπολογισμού αναφέρει μεταξύ άλλων ότι « η χώρα έχει βρεθεί σε μία παγίδα λιτότητας όπου η συνεχής αύξηση φορολογίας και μείωσης δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ αυξάνουν το χρέος και φτωχοποιούν τον πληθυσμό».

Ωστόσο, ερωτηματικά προκαλεί η αναφορά ως προς τα πολλά εμπόδια που πρέπει να υπερκεραστούν καταρχάς ως το τέλος του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Όπως αναφέρεται στην έκθεση και μάλιστα με υπογράμμιση « σημειώνουμε ακόμη ότι έχουν ψηφιστεί για το 2019 και το 2020 μέτρα προσαρμογής του ασφαλιστικού και της φορολογίας και δημοσιονομικοί στόχοι ως το 2021. Αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο θα πρέπει να εμπλουτιστεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία τους επόμενους μήνες».
Αν και αυτή η φράση είναι υπογραμμισμένη δεν διευκρινίζεται αν στην έκθεση υπονοείται η λήψη επιπλέον μέτρων το επόμενο διάστημα.

Η αναφορά συνεχίζει: «οι τράπεζες παραδείγματος χάρη έχουν ετοιμάσει ένα πρόγραμμα πλειστηριασμών για τους επόμενους μήνες και τα χρόνια μετά το τέλος του μνημονίου, θα υπάρξουν επίσης σημαντικές εκκρεμότητες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασμό της επόμενης μέρας καθώς η οικονομική πολιτική μας θα παρακολουθείται σε κάθε περίπτωση από τους θεσμούς και τις αγορές».

Άδηλο το μέλλον

Το γραφείο προϋπολογισμού κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, λέγοντας πως η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας δηλαδή την είσοδο σε μία κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς κι άλλους περιορισμούς.

Ακόμη αναφέρει πως η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί και με το τέλος της λιτότητας καθώς η χώρα έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα επόμενα χρόνια μετά το 2018 και δεύτερον πως θα πρέπει στη συνέχεια να διατηρεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060.

Ειδική αναφορά κάνει στην υπερφορολόγηση τονίζοντας πως τα τελευταία χρόνια υπήρξε μία συνεχής αύξηση του φορολογικού βάρους και κατά συνέπεια το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο Δημόσιο όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια, στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στην σταδιακή μείωση των φόρων.

Το γραφείο προϋπολογισμού κάνει και πολιτικές αναφορές όσον αφορά την συναίνεση και την συνεννόηση τονίζοντας πως «η συναίνεση είναι απαραίτητη για να υπάρξει οργανωμένη εθνική προσπάθεια προσαρμογής στο μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Καμιά χώρα που ήταν πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από την κρίση χωρίς να διαθέτει μια αποφασισμένη ηγεσία και ένα ελάχιστο συναίνεσης χωρίς δηλαδή έχει αποκαταστήσει ένα πνεύμα εθνικής και κοινωνική συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της».