Ανταπόκριση θεατρικής παράστασης: Σπιρτόκουτο – Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους, Θέατρο Αυλαία

Στη ζωή του καθενός υπάρχουν κάποιες σημαδιακές στιγμές, που μένουν χαραγμένες ανεξίτηλα στη μνήμη. Τέτοιες στιγμές είναι ασφαλώς και οι θεάσεις κινηματογραφικών, τηλεοπτικών ή θεατρικών έργων που ανατρέπουν όσα είχαμε γνωρίσει έως τότε. Μία τέτοια προσωπική στιγμή ήταν η πρώτη φορά που παρακολούθησα στον κινηματογράφο το Σπιρτόκουτο, το 2002. Ανυποψίαστος για το τι με περίμενε, πέρασα από το στάδια της αρχικής δυσφορίας και έκπληξης, λόγω της πρωτοφανούς έντασης στους διαλόγους, σε αυτό της καθηλωτικής παρακολούθησης έως το δραματικό τέλος, με τα επίπεδα της αδρεναλίνης να ανεβαίνουν όσο η ταινία εξελισσόταν. Μέσα σε 80 λεπτά, ο Γιάννης Οικονομίδης είχε πιάσει ένα θέμα ταμπού, αυτό της “ιερής” ελληνικής οικογένειας, και του είχε τινάξει τα πέταλα. Επρόκειτο για μία ταινία σταθμό, που έπεσε σαν βόμβα στα κινηματογραφικά δρώμενα της χώρας. Υπό αυτό το πρίσμα, η θεατρική μεταφορά της, συνιστά εκ των πραγμάτων ένα τόλμημα και μία πρόκληση, που λίγοι άνθρωποι θα έπαιρναν.

Ο Στάθης Μαυρόπουλος φαίνεται ότι είναι ένας άνθρωπος που δεν φοβάται τς προκλήσεις αναλαμβάνοντας τον διπλό ρόλο του σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή. Ωστόσο, σοφά ποιώντας, επιλέγει να μην διαφοροποιηθεί από το πλαίσιο της ταινίας. Το σενάριο είναι ακριβώς το ίδιο και οι ερμηνείες κινούνται στα πρότυπα που έθεσαν οι κινηματογραφικοί ηθοποιοί. Είναι φανερό ότι όλοι τους αφιέρωσαν ώρες παρακολουθώντας την ταινία και στη σκηνή προσπαθούν να αποδώσουν τους χαρακτήρες τηρώντας ευλαβικά το ερμηνευτικό πλαίσιο και την κινησιολογία των “πρώτων διδάξαντων”. Η επιλογή αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου σοφή και ας αφαιρεί το όποιο στοιχείο της έκπληξης. Και αυτό γιατί όταν έχεις να καταπιαστείς με ένα τόσο ιδιαίτερο και απαιτητικό έργο, είναι φρονιμότερο να εμπιστευτείς την άρτια δουλειά που έχει κάνει ο Οικονομίδης και οι υπόλοιποι συντελεστές του έργου, παρά να προσπαθήσεις να ανοιχτείς στα βαθιά με βάρκα την ελπίδα.

Η μόνη καινοτομία έχει να κάνει με τη διάδραση με το κοινό, όταν σε κάποια σημεία ορισμένοι εκ των ηθοποιών κινούνται περιμετρικά του κοινού και έχουν κάποιους σύντομους διαλόγους με τους ανυποψίαστους θεατές. Πρόκειται για μία έξυπνη σκέψη του Μαυρόπουλου, αφενός γιατί εμπλέκει το κοινό στα δρώμενα ενώ την ίδια στιγμή επεκτείνει τη χρήση του θεατρικού χώρου, αφετέρου γιατί χαλαρώνει το κλίμα έντασης προσδίδοντας μία κωμική χροιά σε ένα έργο που ενέχει τα στοιχεία μιας σύγχρονης τραγωδίας. Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών κινούνται σε υψηλό επίπεδο, τα σκηνικά και ο φωτισμός στηρίζουν την παράσταση και δημιουργούν το σκοτεινό πλαίσιο που απαιτείται ενώ και τα σκισμένα χαρτιά που βρίσκονται διάσπαρτα πάνω στη σκηνή προκαλούν συμβολικούς συνειρμούς, περί των άχρηστων γνώσεων και των σκισμένων βιβλίων και “φορτώνουν” οπτικά έναν ήδη υπερφορτισμένο λόγο.

Από την άλλη ωστόσο, το θεατρικό Σπιρτόκουτο υπολείπεται σε σχέση με την ταινία στην πρόκληση συναισθημάτων ίσης βαρύτητας. Επιπλέον, σε κάποια σημεία οι διάλογοι δεν συνοδεύονταν από τα διαστήματα σιωπής που είχε η ταινία με αποτέλεσμα να φαίνονται κάπως επιτηδευμένοι. Δεν είναι τυχαίο ότι στα σημεία που υπήρχε η σιωπή που υπερτόνιζε το υπαρξιακό κενό των πρωταγωνιστών και το ζοφερό κλίμα που επικρατεί σε όλο το έργο, η ρεαλιστικότητα και δύναμη των σκηνών ήταν πολύ πιο έντονες. Όμως και ο ίδιος ο Μαυρόπουλος, ερμηνεύοντας έναν από τους πιο δύσκολους ρόλους που θα μπορούσαν να υπάρξουν, αυτόν του πρωταγωνιστή και πάτερ-φαμίλια Δημήτρη, δεν τόνισε όσο απαιτούνταν κάποια πολύ χαρακτηριστικά σημεία του έργου, όπως αυτό του τραγουδιού προς το τέλος του έργου, όπου ο στίχος “δεν υπάρχει εμπιστοσύνη” είχε αποδοθεί με σπαρακτικό τρόπο από τον κινηματογραφικό Δημήτρη, τον εκπληκτικό Ερρίκο Λίτση.

Σε γενικές γραμμές πάντως, πρόκειται για μία τίμια προσπάθεια θεατρικής αναπαράστασης ενός εκ των πραγμάτων απαιτητικού έργου. Στην περίπτωση που κάποιος δεν έχει παρακολουθήσει την ταινία, ενδεχομένως να ενθουσιαστεί περισσότερο. Σίγουρα, η απουσία του στοιχείου της έκπληξης που συνόδευε την ταινία το 2002, είναι ένας παράγοντας που δεν μπορεί να αμεληθεί, όπως και το ¨όπλο” του μοντάζ που υπάρχει στον κινηματογράφο αλλά όχι στο θέατρο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρόκειται για μία θεατρική εμπειρία που ξεφεύγει από τα τετριμμένα και που αν και δεν προκαλεί τα συγκλονιστικά αισθήματα της πρώτης φοράς, αποζημιώνει τους θεατές.

Νίκος Κασκαράς

 

Παραστάσεις
 27 – 28 Νοεμβρίου
04 – 05 Δεκεμβρίου

στις 21:15 στο Θέατρο Αυλαία
Πλατεία ΧΑΝΘ (Πλευρά Τσιμισκή) | Τηλ.: 2310 237700

Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Στάθης Μαυρόπουλος

Κείμενο: Γιάννης Οικονομίδης – Λένια Σπυροπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Σοφία Τσιριγώτη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Διονύσης Καραθανάσης
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Πηλεύς Τερζής
Κατασκευή σκηνικού: Γιώργος Μαυρόπουλος – Art Bebe Team
Επιμέλεια video – trailer: Αλέξανδρος Καντόρος
Φωτογραφίες – επιμέλεια εντύπων: Τάσος Θώμογλου
Ψιμυθιολόγος: Ειρήνη Σιγανού
Οργάνωση Παραγωγής – Επικοινωνία: Απόστολος Λιάπης
Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου «ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ»
Παίζουν: Κώστας Βουρλιώτης
Γιάννης Κοντός
Ιωάννα Λαμνή
Πέτρος Μαλιάρας
Στάθης Μαυρόπουλος
Λένα Πετροπούλου
Δήμητρα Σταματίου