Πόσο μπορεί να κοστίσει ένα ψέμα; Πόσο αντικειμενική και διαφανής είναι η ενημέρωση από τα “μεγάλα” ΜΜΕ; Πόσο εύκολα μπορεί το αμερικάνικο (και όχι μόνο) όνειρο της κοινωνικής ανέλιξης να μετατραπεί σε εφιάλτη;
Πολλά και κρίσιμα τα ερωτήματα που προκύπτουν από το εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ της Σαμάνθα Γκραντ. Ο Τζέισον Μπλερ ξεκινά να εργάζεται ως μαθητευόμενος δημοσιογράφος στους New York Times. Είναι ένας ταλαντούχος, φιλόδοξος και συμπαθητικός στο εργασιακό του περιβάλλον νέος, που σύμφωνα με τα λόγια του μέντορά του στην εφημερίδα έχει όλες τις προοπτικές να σταδιοδρομήσει σε ένα απαιτητικό και δύσκολο επάγγελμα. Όλα φαίνεται να είναι ευνοϊκά για τον Τζέισον….. Ώσπου φτάνει η μοιραία στιγμή, όταν ο ρους της ιστορίας παίρνει διαφορετική ρότα. Η εφημερίδα δεν έχει πρωτοσέλιδο για το, παραδοσιακά υψηλής κυκλοφορίας, φύλλο του Σαββάτου. Ο Τζέισον έχει αναλάβει ένα θέμα που αφορά τον αγνοούμενο στον, υπό εξέλιξη τότε, πόλεμο στο Ιράκ, έναν νεαρό Αμερικανό από το Τέξας. Αντί όμως να κάνει ρεπορτάζ, επιλέγει μια άλλη οδό: Παίρνει ρεπορτάζ άλλων δημοσιογράφων, κάνει ένα τυπικό τηλέφωνο στη μητέρα του αγνοούμενου για να του περιγράψει το εσωτερικό του σπιτιού και κάποιες άλλες λεπτομέρειες και φτιάχνει ένα κατασκευασμένο, κλεμμένο άρθρο χωρίς να έχει κουνηθεί από το σπίτι του, τη στιγμή που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να έχει ταξιδέψει για να ετοιμάσει το ρεπορτάζ του, ως ανταπόκριση. Αν και η λογοκλοπή διαπιστώθηκε σχετικά γρήγορα, από τη δημοσιογράφο μιας τοπικής εφημερίδας του Τέξας που είχε γράψει ένα σχετικό ρεπορτάζ, ο πολυμήχανος Τζέισον καταφέρνει να καλύψει την απάτη. Εν συνεχεία και αφού πρώτα έχει καταφέρει με σκληρή δουλειά και ένδειξη γνήσιας (;) μεταμέλειας να σβήσει τις υποψίες που είχαν δημιουργηθεί, συνέχισε απερίσπαστος να γράφει, δικά του υποτίθεται, άρθρα χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο: Συρραφή από άλλα ρεπορτάζ, κάποια τυπικά τηλέφωνα για το “ξεκάρφωμα”, ακόμα και υποτιθέμενα γεγονότα που προήλθαν από την φαντασία του. Χαρακτηριστικό απόσπασμα του ντοκιμαντέρ είναι το σημείο, όπου περιγράφεται η δημοσιογραφική κάλυψη του χτυπήματος στους δίδυμους πύργους της 11ης Σεπτεμβρίου 201. Η εφημερίδα είχε ζητήσει από τους συντάκτες να γράψουν νεκρολογίες θυμάτων του χτυπήματος, και ο Τζέισον, επειδή όπως είπε, δεν γοητευόταν καθόλου από αυτό το είδος ρεπορτάζ, έγραψε μια νεκρολογία για ένα φανταστικό πρόσωπο, έχοντας στο μυαλό του τα χαρακτηριστικά του…. ξαδέρφου του. “Διαπίστωσα ότι υπήρχαν κενά στο σύστημα, και όταν κατάλαβα ότι μπορώ να τα εκμεταλλευτώ χωρίς να γίνω αντιληπτός, δεν υπήρχε επιστροφή”, σημειώνει χαρακτηριστικά σε κάποιο σημείο.
Αν και μία επιφανειακή ανάγνωση του ντοκιμαντέρ, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο “κακός, ανήθικος” δημοσιογράφος κορόιδεψε τους εργοδότες του και το αναγνωστικό κοινό, η ιστορία έχει πολλές “παράπλευρες” προσεγγίσεις. Καταρχάς, ο Τζέισον διαγνώστηκε ως διπολικός ενώ κάποια στιγμή ήταν συστηματικός χρήστης αλκοόλ και ναρκωτικών. Κατά δεύτερον, επρόκειτο για τρομερά φιλόδοξο αλλά και ανασφαλές άτομο που ζητούσε την αναγνώριση και ήταν διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο για να φτάσει σε αυτήν. Κατά τρίτον, η εφημερίδα έχοντας αλλάξει διευθυντή σύνταξης, κινήθηκε σε ένα άλλο μοτίβο δουλειάς, με τις απαιτήσεις να γίνονται οξύτερες, τις παρεμβάσεις εντονότερες και το εργασιακό κλίμα αποπνικτικό. Στο ντοκιμαντέρ γίνεται επίσης αναφορά στο χρώμα του Τζέισον, με την υπόνοια ότι δεν αποπέμφθηκε νωρίτερα, ώστε να μην υπάρξουν ρατσιστικά υπονοούμενα.
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι οι N.Y.T. έναν χρόνο πριν την ανακάλυψη της λογοκλοπής είχαν τιμηθεί με επτά βραβεία Πούλιτζερ, τα περισσότερα που είχε λάβει ποτέ εφημερίδα, στην ιστορία του Τύπου.
Η Γκραντ διανθίζει το ντοκιμαντέρ της με τις απόψεις πολλών συναδέλφων του Τζέισον, οποίος σήμερα -και αφού πρώτα είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο ‘Burnind Down my Master’s House’ όπου περιέγραφε την ιστορία του- εργάζεται ως σύμβουλος προσωπικής ανάπτυξης. Όπως είναι λογικό οι απόψεις των πρώην συναδέλφων του χαρακτηρίζονται από μία μίξη έκπληξης, συγκεκαλυμμένης απέχθειας αλλά και προβληματισμού για την αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών της εφημερίδας να ανακαλύψουν νωρίτερα την απάτη. Επίσης, παρουσιάζονται οι απόψεις άλλων επαγελματιών του Τύπου, με κοινή συνισταμένη την ανησυχία τους για το πλήγμα που δέχτηκε η αξιοπιστία του Τύπου στις ΗΠΑ. Και ενώ οι απόψεις του Τζέισον που παρουσιάζει η σκηνοθέτιδα, εμφανίζονται σχετικά ισορροπημένες, με τον ίδιο να εμφανίζεται μεταμελημένος και να υποστηρίζει ότι τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις πράξεις του, έχω την αίσθηση ότι η ουσία του θέματος αντιμετωπίζεται μάλλον επιδερμικά. Γιατί, ναι μεν η λογοκλοπή είναι ένα τρομερά σημαντικό ζήτημα ηθικής τάξης, ειδικά όταν μιλάμε για τον Τύπο, που (υποτίθεται ότι) έχει ως λειτούργημα την αντικειμενική ενημέρωση του κοινού, από την άλλη όμως υπάρχουν μία σειρά παράμετροι που δεν έχουν μικρότερη σημασία: Η διάθεση του κοινού να διαβάζει ιστορίες που θα απευθυνθούν στο θυμικό του και θα ξυπνήσουν την ευαισθησία του, όπως συνέβαινε με την περίτωση του αγνοούμενου στρατιώτη, και η “ανταπόκριση¨των εφημερίδων με την δημοσίευση τέτοιων ιστοριών με κάθε κόστος. Οι απαιτήσεις ενός άκρως αναταγωνιστικού περιβάλλοντος, όπου η αυτονομία και δημοσιογραφική ανεξαρτησία ακούγονται ως κούφια λόγια. Και, ίσως το πιο σημαντικό, οι εργασιακές συνθήκες ενός συστήματος, όπου το μόνο που έχει σημασία είναι να είσαι παραγωγικός ώστε αφενός να επιβιώσεις με υλικούς όρους αφετέρου να ανέβεις στην κοινωνική βαθμίδα, όντας μέλος του κλειστού “κλαμπ” της δημοσιογραφικής κοινότητας. “Κάποια στιγμή σκεφτόμουνα τρόπους που θα μπορούσα να αυτοκτονήσω. Ήταν τότε που κατάλαβα ότι ο δρόμος που είχα ακολουθήσει δεν ήταν ο σωστός και είπα μέσα μου ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να το κάνω αυτό”, υπογραμμίζει κάποια στιγμή ο Μπλερ.
Οι παράμετροι αυτοί δεν φωτίστηκαν όσο θα έπρεπε, αντιθέτως δόθηκε η εικόνα, με τόσους πολλούς δημοσιογράφους να μιλούν στο ντοκιμαντέρ, ότι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να σώσουν την χαμένη τιμή της δημοσιογραφικής υπόληψης του αμερικανικού Τύπου.
Σε κάθε περίπτωση, το ντοκιμαντέρ δίνει τροφή για σκέψη και προκαλεί με τον τρόπο του και το ίδιο το κοινό. Πιστεύετε αλήθεια ότι διαβάζετε στις εφημερίδες ή ακούτε στην τηλεόραση; Η ιστορία του Τζέισον Μπλερ, αποτελεί άλλη μία απόδειξη ότι και το κοινό έχει τις δικές του σημαντικές ευθύνες, από τη στιγμή που από τη μία είναι έτοιμο να καταπιεί αμάσητο ότι του προσφέρουν από την άλλη δείχνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για ιστορίες που περιέχουν πόνο, σεξ και αίμα (αν υπάρχουν και τα τρία μιλάμε για μπίγκο).
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η άποψη του μέντορα του Τζέισον, από τον οποίο ζήτησε συγγνώμη με προσωπική επιστολή τονίζοντας ότι ο ίδιος έκανε ότι μπορούσε για να τον βοηθήσει, όταν ρωτήθηκε γιατί πιστεύει ότι έκανε ότι έκανε: “Ακόμα δεν είμαι σίγουρος εάν ήταν μια προσπάθεια να ανέβει επαγγελματικά ή ήθελε να παίξει με το σύστημα δείχνοντας τα κενά του”, τόνισε.
Τα συμπεράσματα δικά σας.