Senser, D3stΛb1lized 24-1-2014 @ Block33, Θεσσαλονίκη

Γηράσκω αεί διδασκόμενος, έλεγαν οι σοφοί πρόγονοί μας (με τους οποίους οι σύγχρονοι νεοέλληνες και κυρίως όσοι τους επικαλούνται για να καλύψουν τα δικά τους κενά, δεν έχουν καμμία σχέση). Παραφράζοντας το γνωμικό και μεταφέροντάς το στο δια ταύτα, θα έλεγα γηράσκω αεί μελαγχολών. Γιατί μόνο μελαγχολία σε όποιον δέθηκε έστω και για λίγο με το συγκρότημα, μπορεί να προκαλέσει η κάκιστη εμφάνιση των Senser στη Θεσσαλονίκη. Έχοντας βρεθεί στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή (sic), στην Αγγλία του 1995, θυμάμαι ακόμα πόσο μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει το ντεμπούτο album τους, το περίφημο “Stacked Up” που είχε κυκλοφορήσει έναν χρόνο πριν και πόσο το είχα ‘λιώσει’ ακούγοντάς το σε καθημερινή βάση για πολύ καιρό. Δεν είχα ανακαλύψει βέβαια την… Αμερική, αφού ο fusion ήχος τους σε συνδυασμό με τον κοφτερό και έντονα πολιτικοποιημένο στίχο τους είχαν σκάσει σαν βόμβα στα μουσικά δρώμενα της εποχής. Στο νούμερο 4 των βρετανικών τσαρτ είχε φτάσει τότε ο δίσκος σε μια περίοδο που νούμερο 1 ήταν το “Music for the Jilted Generation” κάποιων φερέλπιδων νέων με το χαρακτηριστικό όνομα Prodigy και το οποίο κυκλοφόρησε λίγους μήνες μετά. Τα γράφω αυτά, γιατί τότε οι Senser θεωρούνταν μαζί με τους Prodigy ένα από τις πιο ελπιδοφόρα συγκροτήματα της βρετανικής σκηνής, ως ένα από τα ‘next big thing’, έχοντας μάλιστα επηρεάσει τους δεύτερους σε πολλά στοιχεία. Το πως εξελίχθηκαν οι δυο τους από τότε δεν χρειάζεται να σας το πω εγώ.

Οι προσδοκίες, για να επανέλθω στα του live, διαλύθηκαν με το καλημέρα. Από τις πρώτες νότες, τα καμπανάκια χτύπησαν μέσα μου. Όσο περνούσε η ώρα, έγιναν καμπάνες. Άνευροι, χωρίς καμία σπίθα που θα άναβε το φυτίλι. Στο μισάωρο είχα βαρεθεί τη ζωή μου και κάθισα περισσότερο ψυχαναγκαστικά σε όλο το live (μιάμισι ώρα ακριβώς). Η εμφάνισή τους κυμάνθηκε από μέτρια έως απαράδεκτη. Πέρα από το ότι έδειχναν να παίζουν διαδικαστικά, η επιλογή τους να αποδώσουν με διαφορετικό τρόπο κομμάτια σταθμούς τους, όπως το “Age of Panic”, ή το “Eject” παρέπεμπε περισσότερο σε ‘εκτελέσεις’ παρά σε επανεκτελέσεις. Ο κακός ήχος, ‘μπουκωμένος’ σε πολλά σημεία και με κενά στην καθαρότητα των φωνητικών σε άλλα, ήρθε να προστεθεί ως λιθαράκι της καταστροφής. Όσο και να προσπαθούσε η Erica (Footman) να σώσει την κατάσταση με την, συγκριτικά με τους υπόλοιπους, καλύτερη ερμηνεία της, το πράγμα δεν τσουλούσε. Δεν κατάφεραν ούτε μία στιγμή να προκαλέσουν έκκριση αδρεναλίνης, δεν μπόρεσαν σε κανένα σημείο να βάλουν τον κόσμο στο trip του “πάω μπροστά στη σκηνή να χτυπηθώ”. Και αυτό τα λέει όλα, όταν μάλιστα τα κομμάτια τους έχουν και με το παραπάνω, αυτή τη δυναμική. Πραγματικά, ο δυναμισμός που εκλύουν τραγούδια όπως τα προαναφερόμενα ή το “Stubborn”, το “Switch”, το “State of Mind”, το “Resistance Now” αποδίδεται χίλιες φορές καλύτερα ακούγοντάς τα στο στερεοφωνικό ή στο pc από αυτό το έκτρωμα που μας παρουσίασαν στη σκηνή.

Σταματάω εδώ το θάψιμο και το κλείνω, γιατί δεν μου είναι ευχάριστο να περιγράφω την κατάντια ενός συγκροτήματος που κάποια στιγμή ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους. Το μουσικό προφίλ τους, αυτό το επαναστατικό μανιφέστο ντυμένο με μουσική που θα μπορούσε να είναι το soundtrack του Matrix (που παρεπιμπτόντως δεν είχε ακόμα γυριστεί όταν οι Senser έκαναν τα πρώτα τους βήματα) αλλά και η καινοτομία που είχαν, δεν μπορούν να σβηστούν από τη μνήμη και θα μείνουν σαν μουσική παρακαταθήκη, έστω και στους λίγους που γνωρίζουν σήμερα τι ήταν κάποτε οι Senser. Αυτό το λίγους δεν το γράφω τυχαία, αφού και ο κόσμος που παραβρέθηκε στο Block 33, με χαμηλή μάλιστα τιμή εισιτηρίου, δεν ξεπερνούσε τα 100 άτομα. Γυρίζοντας σπίτι και από τη στιγμή που ήταν η πρώτη (και τελευταία) φορά που τους είδα, έβαλα να δω παλιότερες εμφανίσεις τους. Επιβεβαιώθηκαν αυτά που σκεφτόμουνα: Καμμία σχέση σε επίπεδο δυναμισμού, απόδοσης, ξεσηκωμού και συμμετοχής του κοινού. Και δεν μιλάμε μόνο για τα πρώτα τους live, στα mid-90s, όταν έπαιζαν headliners στα μεγαλύτερα φεστιβάλ, αλλά και στα μέσα των ’00s, με τις συναυλίες τους να είναι, τουλάχιστον, τίμιες. Οι εξηγήσεις που μπορούν να δοθούν είναι ενδεχομένως πολλές, καθώς μιλάμε για ένα συγκρότημα που διαλύθηκε και επανασυνδέθηκε χίλιες φορές, με πολλά προβλήματα συνεννόησης στο εσωτερικό του, στοιχείο που φυσικά ήταν ο βασικός λόγος της μη εξέλιξής τους εκεί που τους περίμεναν όλοι. Όλα αυτά όμως δεν ενδιαφέρουν κανέναν, τη στιγμή που πάει να απολαύσει μια καλή live βραδιά. Νομίζω ότι το πιο τίμιο, από τη στιγμή που και οι studio κυκλοφορίες τους κρατάνε ακόμα ένα επίπεδο, θα ήταν να σταματήσουν να περιοδεύουν και να παίζουν ζωντανά. Περισσότερο κακό στην υστεροφημία τους κάνουν, παρά το οποιοδήποτε καλό. Ο αγώνας άλλωστε, καθώς ο Heitham Al-Sayed έχει έντονη ακτιβιστική και πολιτική δράση, δεν σταματά ποτέ, ούτε περιορίζεται στα της μουσικής, ειδικά όταν είναι πλέον εμφανές ότι δεν σε παίρνει.

Τη συναυλία άνοιξαν οι D3stΛb1lized, ένα φοιτητικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, που αυτοχαρακτηρίζονται electrocore και τηρουμένων των αναλογιών (αν και προσωπικά απεχθάνομαι τη dubstep που παίζουν σε αρκετά σημεία τους) είχαν έναν πιο φρέσκο αέρα από αυτό που ακολούθησε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *