Στη ζωή ότι δεν εξελίσσεται πεθαίνει. Ο κανόνας αυτός μεγεθύνεται όταν μιλάμε για το μουσικό οικοσύστημα και πολύ περισσότερο για την ηλεκτρονική μουσική που εκ της φύσης της μεταβάλλεται και μεταλλάσσεται με δαιμονιώδεις ρυθμούς. Η εμφάνιση του Wax Tailor έδειξε ότι ο ταλαντούχος Γάλλος όχι απλώς έχει εξελιχθεί, αλλά έχει περάσει στο επόμενο επίπεδο. Η απόφασή του να συνεργαστεί με τους «The Dusty Rainbow Experience» για την ηχογράφηση του τελευταίου του ομώνυμου δίσκου και πολύ περισσότερο να περιοδεύσει μαζί τους ήταν η κίνηση ματ για τον πολυσχιδή μουσικό.
Όσοι και όσες από εσάς τον παρακολουθήσατε στην προηγούμενη εμφάνισή του στη Θεσσαλονίκη πριν από δύο χρόνια, μπορείτε να καταλάβετε τη διαφορά. Όχι ότι τότε ήταν κακός, αλλά όπως πολύ γλαφυρά μου είπε ένας φίλος που πέτυχα στη συναυλία “αν ερχόταν μόνος του δεν θα ερχόμουν για να ακούσω μόνο λούπες”.
Για να πετύχει φυσικά μια τέτοιου είδους μουσική συνταγή χρειάζεται πολύ καλά πρώτα υλικά. Και εδώ μιλάμε για εξαιρετικής πάστας μουσικούς που δεν ήταν απλώς συνοδοιπόροι που συμπλήρωναν τον Wax αλλά πρωταγωνιστές και οι ίδιοι. Η Ludivine Issambourg στο φλάουτο ήταν απίθανη και κέρδισε τα περισσότερα χειροκροτήματα, ο Matthieu Detton έδωσε άλλη διάσταση με το ηλεκτρικό τσέλο του και παρά τα προβλήματα που είχε με τον ήχο σε κάποιες στιγμές, ο κιθαρίστας με το χαρακτηριστικό αφάνα μαλλί και τις στοχευμένες μουσικές παρεμβάσεις του σε συγκεκριμένα σημεία, νομίζω ότι μπορεί ήδη να χαρακτηριστεί cult μορφή. Και φυσικά οι τέσσερις τραγουδιστές με εντελώς διαφορετική μουσικό προφίλ: Από τη μια πλευρά η αισθαντική Charlotte Savary, από την άλλη ο δυναμικός και ξεσηκωτικός rapper Buck 65 και κάπου στο ενδιάμεσο το δίδυμο των MC’s A.S.M και Mattic που κάποιες στιγμές μου έφερε στο μυαλό τους βασιλιάδες του είδους Beastie Boys. Αν σε όλα αυτά προσθέσετε και τα visuals που είναι δεδομένο στοιχείο στις εμφανίσεις του Wax Tailor μπορείτε να πάρετε μια ιδέα του τι απόλαυσαν τα αυτιά μας και τα μάτια μας το βράδυ της Παρασκευής. Μιλάμε για πλούτο μουσικών και οπτικών ερεθισμάτων σε ένα άρτια δεμένο σύνολο. Οι τραγουδιστές εναλλάσσονταν πάνω στη σκηνή, κάποιες στιγμές τραγουδούσαν μαζί εν είδει τζαμαρίσματος με έναν πέμπτο τραγουδιστή να συμμετέχει επίσης στο μουσικό αυτό όργιο.
Όλα τα παραπάνω εκτιμήθηκαν δεόντως από τον κόσμο που γέμισε το Principal και δεν το κούνησε ρούπι μέχρι να ολοκληρωθεί και το τελευταίο encore μετά από από μια ώρα και 40 λεπτά περίπου. Στο πρώτο encore το κλασικό πλέον Que Sera όλο το Principal τραγουδούσε το ρεφραίν με τα χέρια σηκωμένα ψηλά σε μια από τις καλύτερες στιγμές της βραδιάς. Και φυσικά αυτή η σχέση του (μουσικού) δούναι και λαβείν έχει πάντοτε δύο αποδέκτες. Ο ιδιαίτερα επικοινωνιακός Wax Tailor είπε χαρακτηριστικά ότι θεωρεί το ελληνικό κοινό το καλύτερο προσθέτοντας ότι το διατρανώνει κάθε φορά που τον ρωτάνε σχετικά. Μόνο που τη συγκεκριμένη στιγμή που έκανε αυτή τη φιλοφρόνηση, δεν το έκανε για να μας “γλύψει”, κατά το κοινώς λεγόμενο, αλλά γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή έβρισκε τις αντιδράσεις του κόσμου ιδιαίτερα χλιαρές σε σχέση με αυτά που ήξερε και είχε δει από παλιότερα live του στην Ελλάδα! Οι άνθρωποι βέβαια δεν είναι ρομπότ να κλείνουν τον διακόπτη και να αφήνουν πίσω τις σκοτούρες τους όσο καλό και να είναι το θέαμα που βλέπουν και αυτό είναι κάτι που γνωρίζει και ο ίδιος ο Wax Tailor που δεν παρέλειψε για άλλη μια φορά να εκφράσει την αλληλεγγύη του σε όσα πρωτόγνωρα βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, τονίζοντας λίγο πριν το τέλος της συναυλίας ότι δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτό τον αγώνα.
Τα χαμογελαστά πρόσωπα στο τέλος της βραδιάς ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι και αυτό το ιδιαίτερο μείγμα hip-hop και trip-hop που συνθέτει ο Tailor (όπως και το tango) θέλει δύο.